- διαγώνιος
- α, ο [ος , ον ] 1. диагональный;
κατά διαγώνια κατεύθυνση — по диагонали;
2. (η ) диагональ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατά διαγώνια κατεύθυνση — по диагонали;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγώνιος — from angle to angle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… … Dictionary of Greek
διαγώνιος — α, ο επίρρ. διαγωνίως ευθεία γραμμή που ενώνει δύο απέναντι γωνίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγωνίως — διαγώνιος from angle to angle adverbial διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιον — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc sg διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίοις — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίου — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίους — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίων — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen pl διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίῳ — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνια — διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)